- νοικοκυρεύω
- νοικοκύρεψα, νοικοκυρεύτηκα, νοικοκυρεμένος1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, του εξασφαλίζω άνετη ζωή: Παντρεύτηκα και νοικοκυρεύτηκα.2. τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω: Σπίτι νοικοκυρεμένο.3. μτφ., προκαλώ σε κάποιον ζημιά, βλάβη: Μπήκαν στο σπίτι κλέφτες και μας νοικοκυρέψανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.