νοικοκυρεύω

νοικοκυρεύω
νοικοκύρεψα, νοικοκυρεύτηκα, νοικοκυρεμένος
1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, του εξασφαλίζω άνετη ζωή: Παντρεύτηκα και νοικοκυρεύτηκα.
2. τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω: Σπίτι νοικοκυρεμένο.
3. μτφ., προκαλώ σε κάποιον ζημιά, βλάβη: Μπήκαν στο σπίτι κλέφτες και μας νοικοκυρέψανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νοικοκυρεύω — νοικοκυρεύω, νοικοκύρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοικοκυρεύω — [νοικοκύρης] 1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση, τόν αποκαθιστώ οικονομικά («περιμένει να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί») 2. τακτοποιώ, συγυρίζω, βάζω σε τάξη, καταρτίζω κάτι σαν καλός νοικοκύρης 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκύρεμα — και νοικοκύρευμα, το [νοικοκυρεύω] ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα …   Dictionary of Greek

  • οικοκυρεύω — [οικοκύρης] νοικοκυρεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”